Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2013

Η ΚΑΡΔΙΑ ΘΥΜΑΤΑΙ [Καίτης Οικονόμου, Εκδόσεις Ψυχογιός]

ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΒΙΒΛΙΟΥ


Τον ξέβρασε αναίσθητο η θάλασσα σε μια παραλία του Ναυπλίου μετά από ένα τοπικό μπουρίνι. Στο νοσοκομείο διαπιστώθηκε ότι πάσχει από αμνησία. Μόλις ανάρρωσε από τα τραύματά του, βρήκε δουλειά και σπίτι, και συνδέθηκε ερωτικά με μια δασκάλα. Αλλά δεν είχε ανακτήσει τη μνήμη του, δε θυμόταν ούτε το όνομά του.
Μια μέρα χτύπησε την πόρτα του μια άγνωστη. Δεν μπόρεσε να δει πώς ήταν – την ηλικία της, το ύψος της, το ντύσιμό της· γιατί μόλις αντίκρισε τα μάτια της αισθάνθηκε χαμένος. Ήταν σκούρα μπλε σαν το ανοιχτό πέλαγος και, καθώς τα κοίταζε καθηλωμένος, μια αβάσταχτη νοσταλγία πλημμύρισε την ψυχή του...
«Αντρέα, δε με θυμάσαι;» του είπε η άγνωστη με τα μπλε μάτια. «Είμαι η γυναίκα σου».
Λίγο αργότερα έμαθε ότι ο γάμος τους είχε ναυαγήσει και ζούσαν σαν δυο ξένοι κάτω από την ίδια στέγη. Το μυαλό του δε θυμόταν τίποτα από την παλιά ζωή του.
Αλλά η καρδιά θυμάται…

ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ

Η Καίτη Οικονόμου, είναι πλέον μια καταξιωμένη συγγραφέας, που έχει αποδείξει το ταλέντο της μαγευτικής της πένας πολλάκις. Το Η ΚΑΡΔΙΑ ΘΥΜΑΤΑΙ είναι το όγδοο κατά σειρά μυθιστόρημά της, το τέταρτο μυθιστόρημα που εκδίδει στις εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ (πριν ήταν στο δυναμικό των εκδόσεων Ωκεανίδα) και το τρίτο μυθιστόρημα της που διαβάζω εγώ μετά τη ΛΕΥΚΗ ΟΡΧΙΔΕΑ και ΤΟ ΣΚΟΥΛΑΡΗΚΙ ΤΗΣ ΤΥΧΗΣ.

Στο καινούριο της μυθιστόρημα, αφηγείται την ιστορία του Αντρέα, ενός ναυαγού που πάσχει από αμνησία μετά από ένα ατύχημα που είχε με το φουσκωτό του σκάφος. Στο Ναύπλιο, ξεβρασμένο, τον βρίσκει η Ειρήνη, η οποία τον πηγαίνει στο νοσοκομείο και πηγαίνει συχνά να τον επισκεφτεί. Όταν συνέρχεται και δεν θυμάται τίποτα, είναι επόμενο να μην έχει που να πάει, οπότε η Ειρήνη αναλαμβάνει την φροντίδα του, τον παίρνει στο σπίτι της και ξεκινάει ένα ειδύλλιο μεταξύ των δυο, της Ειρήνης και του...Αλέξη όπως τον ονόμασε η ίδια. Η σύζυγος του Αντρέα, Χριστίνα, βρίσκει τα ίχνη του και πηγαίνει στο Ναύπλιο να τον πάρει και να γυρίσουν στο σπίτι τους. Ως εδώ, καλά. Στη συνέχεια ξετυλίγεται ένα κουβάρι γεγονότων τα οποία οδήγησαν στην κατάρρευση ενός γάμου, αυτού του Αντρέα και της Χριστίνα και την νέκρωση οποιασδήποτε συναισθηματικής σχέσης υπήρχε μεταξύ τους.

Η συγγραφέας καταφέρνει να ξετυλίξει αυτό το κουβάρι με συνεχείς αναδρομές στο παρελθόν, καθώς και με πλήθος διαλόγων, σαν να σεναριογραφεί ώστε οι αποκαλύψεις να γίνουν και στον πάσχοντα Αντρέα και όχι μόνο στον αναγνώστη. Με την γνωστή και απαράλλαχτη πλέον ρεαλιστική της πένα, μας αποκαλύπτει τι οδήγησε τον γάμο των δυο ηρώων στην καταστροφή. Συνεχείς περιγραφές καταστάσεων, με μια λυρική γλώσσα που απλά σε γοητεύει. Ενώ το βιβλίο είναι στο σύνολό του απρόβλεπτο, το τέλος είναι λίγο προβλέψιμο, ωστόσο η τελευταία σκηνή του βιβλίου είναι ξεκαρδιστική για να ελαφρύνει λίγο τη διάθεση. 

Δεν το θεωρώ απλό βιβλίο,ενώ δεν θίγει κάποιο βαθύ κοινωνικό πρόβλημα, περνάει πολλά μηνύματα, κυρίως σχετικά με τον θάνατο και την άποψη που υποστηρίζει "Οι νεκροί με τους νεκρούς και οι ζωντανοί με τους ζωντανούς", τις διαπροσωπικές σχέσεις καθώς και τις παρανοήσεις που γίνονται σε ένα ζευγάρι με μοναδικό συμπέρασμα: Η συζήτηση είναι το πιο σημαντικό συστατικό για να πετύχει μια σχέση. 

Δεν άγγιξε την τελειότητα, σύμφωνα με τα γούστα μου, εξ'αιτίας της αίσθησης της σεναριογραφίας, η οποία αν και κατανοώ τον λόγο που έγινε εμένα με κούρασε, καθώς και του προβλέψιμου τέλους της ιστορίας. Ίσως, να μην υπήρχε ιδανικότερο τέλος, αλλά εγώ το κατάλαβα από αρκετά νωρίς και με ξένισε. Ωστόσο, είναι ένα πολύ ωραίο ανάγνωσμα, το οποίο διαβάζεται εύκολα και γρήγορα και κρατάει το ενδιαφέρον μέχρι το τέλος. Ένα καθαρά ερωτικό μυθιστόρημα που μας λέει πως ό,τι κι αν συμβεί στις πύλες του μυαλού μας Η ΚΑΡΔΙΑ ΘΥΜΑΤΑΙ. Από ένστικτό; Ποιος ξέρει, πάντως θυμάται...

Ελευθέριος Α. Μανδαλιανός

Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2013

ΜΕ ΛΕΝΕ ΝΤΑΤΑ [Λένας Μαντά, Εκδόσεις Ψυχογιός]

ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΒΙΒΛΙΟΥ


Με λένε Ντάτα… Χρόνια τώρα. Κοντεύω κι εγώ να ξεχάσω πως κάποτε με βάφτισαν Αλεξάνδρα∙ Αλεξάνδρα Σαλβάνου του Ροβέρτου και της Χαριτίνης.
Είμαι ένοχη για όλα τα αμαρτήματα που μπορεί να φανταστεί η Εκκλησία ή η Αστυνομία, κι όμως δεν αισθάνομαι ένοχη για τίποτα. Όλα ήρθαν φυσιολογικά στο δρόμο μου ή σ’ εμένα φάνηκε έτσι. Δεν πέρασε καν από την σκέψη μου ότι μέσα μου γεννιόταν πρώτα το κακό, μετά το χειρότερο, και ποτέ το καλό.
Γεννήθηκα πολύ όμορφη και αυτό ήταν ακόμη ένα όπλο, μια αόρατη παγίδα για τα υποψήφια θύματά μου. Κανένας δεν περιμένει η όψη ενός αγγέλου να κρύβει με τέτοια μαεστρία τη μαύρη ψυχή ενός σατανά που είναι ταγμένος να σκορπά το θάνατο και τον όλεθρο. Ίσως μάλιστα ο θάνατος, που τόσο εύκολα αποφάσιζα για κάποιους, να ήταν λύτρωση, κάθαρση, εξαγνισμός.
Εχθρούς… Μόνο τέτοιους έκανα στη ζωή μου. Φίλους δεν απέκτησα ποτέ, αλλά δεν αισθάνθηκα και ποτέ την έλλειψή τους. Η φιλία ήταν για μένα αδυναμία, ένα όπλο στα χέρια του αντιπάλου, και δεν ήμουν από αυτές που έδιναν τέτοια περιθώρια, κι ούτε ήθελα περιττά βάρη.
Με λένε Ντάτα. Ζω σε έναν άλλο κόσμο, που μόνη μου έφτιαξα, με δικούς μου νόμους. Με λένε Ντάτα και δε μετανιώνω…

ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ

Τελειώνοντας το βιβλίο μια έκφραση βγήκε από το στόμα μου: Επιτέλους ένα διαφορετικό βιβλίο από τη Λένα Μαντά. Μας είχε συνηθίσει σε μια πεπατημένη ιδέα: έρωτες, γλυκανάλατα αίσια τέλη, ίντριγκες, λύτρωση και δύσβατα μονοπάτια για τους υπέροχους και τέλειους χαρακτήρες που έπλαθε η Λένα Μαντά.

Αυτό το βιβλίο είναι διαφορετικό. Δεν είναι στα συνηθισμένα. Είναι καλογραμμένο και καθόλου πρόχειρο όπως όλα τα προηγούμενα μετά το ΘΕΑΝΩ, Η ΛΥΚΑΙΝΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. Βιβλίο που φαίνεται ότι έκανε μια κάποια έρευνα, μια αναζήτηση να βρει ιστορικά γεγονότα, να τα δέσει άριστα με την ροή της ιστορίας και να μας μεταφέρει σε μια άλλη εποχή πολύ μακρινή.

Το μόνο πρόβλημα ήταν το παραμύθι. Όπως μας προιδέασε η συγγραφέας στο εισαγωγικό σημείωμα της, η ιστορία είναι ένα παραμύθι. Αρκετά απίστευτα τα γεγονότα που παρουσιάζει και κυρίως πριν η ηρωίδα ενηλικιωθεί. Δεν μπορώ να διανοηθώ πως ένας άνθρωπος γεννήθηκε έτσι, με τέτοιο χαρακτήρα και τέτοιες απόψεις και ιδιαιτερότητες για τη ζωή. Και αυτό με ξένισε αρκετά, αν η ιστορία της ηρωίδας ξεκινούσα διαφορετικά, με άλλα δεδομένα και κατέληγε ως Ντάτα, με κάποια αιτιολογία όμως, τότε θα ήταν καλύτερα. Με ενόχλησε που ένας άνθρωπος από τη γέννηση του καταλάβαινε πως μόνο το κακό μπορούσε να πράξει, να γίνει αποτρόπαιος, φριχτός και χυδαίος ενώ στην ουσία δεν είχε καμία ανάγκη να το κάνει, παρά μόνο το ότι της άρεσε.

Το βιβλίο απέκτησε τεράστιο ενδιαφέρον στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο όπου βλέπει κανείς το πραγματικό πρόσωπο της ηρωίδας, κάτι το οποίο για τους δικούς της, απίθανους και παράλογους λόγους κρατούσε θαμμένο κάτω από έναν δαίμονα. Αν η ιστορία της Ντάτας είχε διαφορετική αρχή και κατέληγε έτσι όπως ξεκίνησε η Ντάτα θα ήταν πολύ καλύτερο. 

Βέβαια, άλλο ένα πλην του βιβλίου είναι ότι δεν περνάει κάποιο ξεκάθαρο μήνυμα, μας παρουσιάζει έναν χαρακτήρα προς αποφυγήν και πραγματικά με λυπεί αυτό το γεγονός γιατί βλέπω ότι πολλές κυρίες θα ήθελαν να ζουν τη ζωή της Ντάτας από επιλογή και αυτό είναι απαράδεκτο. Παραμένει μια καλή παρέα αλλά μέχρι εκεί, όχι να επηρεάζονται τόσο βαθιά αναγνώστες και να ζηλεύουν μια τετοια φριχτή ζωή.

Σκοπός του συγγραφέα είναι να διδάσκει και όχι μόνο να προσφέρει μια καλή παρέα. Και σε αυτό το βιβλίο δεν διδάσκεσαι τίποτα απλά διαβάζεις τις φριχτές πράξεις μιας ηρωίδας-δαίμονα η οποία τα καλά που έκανε ήταν ελάχιστα και πολλά αναφέρονται μόνο συνοπτικά σε μια παράγραφο.

Ελευθέριος Α. Μανδαλιανός